τέταρτος

τέταρτος
τέταρτος, η, ον, [dialect] Ep. also [full] τέτρᾰτος (q.v.), [dialect] Boeot. [full] πέτρᾰτος (q.v.),
A fourth, Il.23.301, etc.
II τὸ τέταρτον as Adv., the fourth time, 5.438, etc.: without Art., fourthly, Pl.Phdr.266e: regul. Adv. -τως, fourfold, Id.Ti.86a.
2 (sc. μέρος) a quarter, D.S.1.50, POxy.1293.25 (ii A.D.).
III ἡ τετάρτη:
1 (sc. ἡμέρα) the fourth day, Hes.Op.800, X.An.4.8.21.
2 (sc. μοῖρα) a liquid measure, Hdt.6.57:—also, a measure of weight,

λαβὼν χρυσοῦ τετάρτας <β> PMag.Leid.V.6.24

, cf. 6.22.
b a fourth part,

ἐπὶ τετάρταις ἐργάζονται τῶν καρπῶν Str.15.1.40

.
3 tax of 25%,

τ. ἐπὶ τοῖς καρποῖς App.Mith.83

, cf. SIG4.8 (Cyzicus, vi B.C.); ὧν τετάρτη goods which pay a tax of 25%, PCair.Zen.12.59,70, al. (iii B.C.); τ. σιτοποιῶν ib.206.34 (iii B.C.).
IV Τέταρτος, , a month in Locris, GDI1901.2, 2097.5 (Delph., ii B.C.). (Skt. caturthás, Lith. ketvi[rtilde]tas, Lat. quartus, etc.: l.-E. q[uglide]eturto- and q[uglide]et[uglide]ṛto-.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τέταρτος — fourth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέταρτος — η, ο / τέταρτος, άρτη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. θηλ. ως κύριο όν. Τετράδη και επικ. τ. τέτρατος και βοιωτ. τ. πέτρατος Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια αριθμητική σειρά κατέχει τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό τέσσερα (α. «ήλθε… …   Dictionary of Greek

  • τέταρτος — η, ο αυτός που βρίσκεται σε σειρά μετά τον τρίτο και πριν από τον πέμπτο: Στον ακοντισμό ήρθε τέταρτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τετράτων — τέταρτος fourth fem gen pl (epic) τέταρτος fourth masc/neut gen pl (epic) τέτρατος fourth fem gen pl τέτρατος fourth masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετάρτων — τέταρτος fourth fem gen pl τέταρτος fourth masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετάρτως — τέταρτος fourth adverbial τέταρτος fourth masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέταρτον — τέταρτος fourth masc acc sg τέταρτος fourth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέτρατον — τέταρτος fourth masc acc sg (epic) τέταρτος fourth neut nom/voc/acc sg (epic) τέτρατος fourth masc acc sg τέτρατος fourth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεφρήν — Τέταρτος φαραώ της 4ης δυναστείας της Αιγύπτου. Βλ. λ. Χεφρήν …   Dictionary of Greek

  • Μυκερίνος — Τέταρτος φαραώ της 4ης δυναστείας της αρχαίας Αιγύπτου (2609 2586 π.Χ.), γιος του Χέοπα. Το όνομά του ήταν Μενκερές ή Νετέρ Μενκέουρε, δηλαδή θείος Μυκερίνος, αλλά ο Ηρόδοτος το ελληνοποίησε σε Μ. Ο Μ. οικοδόμησε την τρίτη πυραμίδα της Γκίζας,… …   Dictionary of Greek

  • τετράτη — τέταρτος fourth fem nom/voc sg (attic epic ionic) τέτρατος fourth fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”